- αμφισβητήσιμος
- -η, -ο (Α ἀμφισβητήσιμος, -ον) [ἀμφισβητῶ]αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρησηαρχ.1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας.
Dictionary of Greek. 2013.